- γυρίου
- γῡρίου , γύριοςcircularmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AGYRIUM — Siciliae urbs. Priscis Graecis Α᾿γύριον, Ptol. vero Α᾿γούριον vocat. Stephano Α᾿γύρηνα dicitur, unde vulgare vocabulum hodie Agirone. Populi Agrinenses Tullio, Or. 2. in Verr. c. 65. Agrini Plinio l. 3. c. 8. In Excerptis Legat. Diodor. Sic. l.… … Hofmann J. Lexicon universale
Αρτεμισίων, δήμος — Νέος δήμος (4.517 κάτ.) του νομού Ζακύνθου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Μαρίνης, Αγίου Λέοντος, Αγίων Πάντων, Βουγιάτου, Γαλάρου, Γυρίου, Κοιλιωμένου, Λαγκαδακίων, Λαγωπόδου, Λούχας,… … Dictionary of Greek